χαμομηλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμομηλιά οι χαμομηλιές
      γενική της χαμομηλιάς των χαμομηλιών
    αιτιατική τη χαμομηλιά τις χαμομηλιές
     κλητική χαμομηλιά χαμομηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανθισμένη χαμομηλιά

Ετυμολογία

χαμομηλιά < χαμομήλι

Ουσιαστικό

χαμομηλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.