χαμηλοσυνταξιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χαμηλοσυνταξιούχος οι χαμηλοσυνταξιούχοι
      γενική του/της χαμηλοσυνταξιούχου των χαμηλοσυνταξιούχων
    αιτιατική τον/τη χαμηλοσυνταξιούχο τους/τις χαμηλοσυνταξιούχους
     κλητική χαμηλοσυνταξιούχε χαμηλοσυνταξιούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμηλοσυνταξιούχος < χαμηλο- + συνταξιούχος

Ουσιαστικό

χαμηλοσυνταξιούχος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.