χαμέρπεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαμέρπεια οι χαμέρπειες
      γενική της χαμέρπειας των χαμερπειών
    αιτιατική τη χαμέρπεια τις χαμέρπειες
     κλητική χαμέρπεια χαμέρπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαμέρπεια < χαμερπής

Ουσιαστικό

χαμέρπεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.