χαμάλικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαμάλικος η χαμάλικη το χαμάλικο
      γενική του χαμάλικου της χαμάλικης του χαμάλικου
    αιτιατική τον χαμάλικο τη χαμάλικη το χαμάλικο
     κλητική χαμάλικε χαμάλικη χαμάλικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαμάλικοι οι χαμάλικες τα χαμάλικα
      γενική των χαμάλικων των χαμάλικων των χαμάλικων
    αιτιατική τους χαμάλικους τις χαμάλικες τα χαμάλικα
     κλητική χαμάλικοι χαμάλικες χαμάλικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαμάλικος < χαμάλ(ης) + -ικος

Επίθετο

χαμάλικος, -η, -ο

  • που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει το χαμάλη
    χαμάλικη δουλειά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.