χαμάλικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμάλικος | η | χαμάλικη | το | χαμάλικο |
| γενική | του | χαμάλικου | της | χαμάλικης | του | χαμάλικου |
| αιτιατική | τον | χαμάλικο | τη | χαμάλικη | το | χαμάλικο |
| κλητική | χαμάλικε | χαμάλικη | χαμάλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμάλικοι | οι | χαμάλικες | τα | χαμάλικα |
| γενική | των | χαμάλικων | των | χαμάλικων | των | χαμάλικων |
| αιτιατική | τους | χαμάλικους | τις | χαμάλικες | τα | χαμάλικα |
| κλητική | χαμάλικοι | χαμάλικες | χαμάλικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
χαμάλικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.