χαλκονικέλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλκονικέλιο | τα | χαλκονικέλια |
| γενική | του | χαλκονικελίου & χαλκονικέλιου |
των | χαλκονικελίων |
| αιτιατική | το | χαλκονικέλιο | τα | χαλκονικέλια |
| κλητική | χαλκονικέλιο | χαλκονικέλια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλκονικέλιο < χαλκο- + νικέλιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cupronickel[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /xal.ko.niˈce.li.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαλ‐κο‐νι‐κέ‐λι‐ο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.