χαλάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλάκι τα χαλάκια
      γενική
    αιτιατική το χαλάκι τα χαλάκια
     κλητική χαλάκι χαλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλάκι < χαλί + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό

χαλάκι ουδέτερο

  1. το μικρό χαλί
  2. (ιδιωματικό) η μικρή σε διαστάσεις αναβαθμίδα, ή κάποιο τμήμα μεγάλης (στη Νάξο)
     συνώνυμα: πεζουλάκι, αιμασιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.