zozo

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

zozo < από τον διπλασιασμό της πρώτης συλλαβής του Joseph ή από την λέξη oiseau

Προφορά

ΔΦΑ : /zo.zo/

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
zozo zozos

zozo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

elle est un peu zozo, celle-là - είναι λίγο χαζούλα αυτή

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
zozo zozos

zozo (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) ο χαζούλης, το βλίτο
    qui est le maudit zozo qui a placé ça là ? ~ ποιο άθλιο βλίτο το έβαλε αυτό εκεί;
  2. (οικείο) οποιοδήποτε άτομο, ένας τύπος

Σημειώσεις

Στο Κεμπέκ, το θηλυκό είναι συχνά zozoune.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.