χαγιάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαγιάτι τα χαγιάτια
      γενική του χαγιατιού των χαγιατιών
    αιτιατική το χαγιάτι τα χαγιάτια
     κλητική χαγιάτι χαγιάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαγιάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hayat (ζωή· πβ. αγγλικά living room) < αραβική حياة (ħayāh) < ρίζα ح ي و (ḥ-y-w)

Ουσιαστικό

χαγιάτι ουδέτερο

  • (αρχιτεκτονική) σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου
      Μέσα στο χαγιάτι η παρακόρη, η θύρα όμως της κάμαρας ανοιχτή, κ' η Αγγέλικα μπρος σ' ένα τραπεζάκι και κεντούσε. (Αργύρης Εφταλιώτης (1914) Η Αγγέλικα! [διήγημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.