χίασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χίασμα | τα | χιάσματα |
| γενική | του | χιάσματος | των | χιασμάτων |
| αιτιατική | το | χίασμα | τα | χιάσματα |
| κλητική | χίασμα | χιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χίασμα < ελληνιστική κοινή χίασμα < αρχαία ελληνική χιάζω < χῖ / χεῖ
Ουσιαστικό
χίασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χιάζω
- ανατομία, βιολογία) διασταύρωση νεύρων ή διαφόρων ανατομικών στοιχείων σ’ ένα σώμα
- άλλη μορφή του χιασμός
- (γενικότερα) οτιδήποτε έχει σχήμα Χ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.