χίασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χίασμα τα χιάσματα
      γενική του χιάσματος των χιασμάτων
    αιτιατική το χίασμα τα χιάσματα
     κλητική χίασμα χιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χίασμα < ελληνιστική κοινή χίασμα < αρχαία ελληνική χιάζω < χῖ / χεῖ

Ουσιαστικό

χίασμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χιάζω
  2. ανατομία, βιολογία) διασταύρωση νεύρων ή διαφόρων ανατομικών στοιχείων σ’ ένα σώμα
  3. άλλη μορφή του χιασμός
  4. (γενικότερα) οτιδήποτε έχει σχήμα Χ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.