χιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χιάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χιάζω (κάνω σχήμα Χ)
Ρήμα
χιάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χιάζω | χίαζα | θα χιάζω | να χιάζω | χιάζοντας | |
| β' ενικ. | χιάζεις | χίαζες | θα χιάζεις | να χιάζεις | χίαζε | |
| γ' ενικ. | χιάζει | χίαζε | θα χιάζει | να χιάζει | ||
| α' πληθ. | χιάζουμε | χιάζαμε | θα χιάζουμε | να χιάζουμε | ||
| β' πληθ. | χιάζετε | χιάζατε | θα χιάζετε | να χιάζετε | χιάζετε | |
| γ' πληθ. | χιάζουν(ε) | χίαζαν χιάζαν(ε) |
θα χιάζουν(ε) | να χιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χίασα | θα χιάσω | να χιάσω | χιάσει | ||
| β' ενικ. | χίασες | θα χιάσεις | να χιάσεις | χίασε | ||
| γ' ενικ. | χίασε | θα χιάσει | να χιάσει | |||
| α' πληθ. | χιάσαμε | θα χιάσουμε | να χιάσουμε | |||
| β' πληθ. | χιάσατε | θα χιάσετε | να χιάσετε | χιάστε | ||
| γ' πληθ. | χίασαν χιάσαν(ε) |
θα χιάσουν(ε) | να χιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χιάσει | είχα χιάσει | θα έχω χιάσει | να έχω χιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χιάσει | είχες χιάσει | θα έχεις χιάσει | να έχεις χιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χιάσει | είχε χιάσει | θα έχει χιάσει | να έχει χιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χιάσει | είχαμε χιάσει | θα έχουμε χιάσει | να έχουμε χιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χιάσει | είχατε χιάσει | θα έχετε χιάσει | να έχετε χιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χιάσει | είχαν χιάσει | θα έχουν χιάσει | να έχουν χιάσει |
| |
Μεταφράσεις
χιάζω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
- χιάζω (ελληνιστική κοινή) < το σχήμα του γράμματος Χ (χεῖ)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- χιάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.