χάσιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Hs
  • Ατομικός αριθμός : 108
  • Προηγούμενο = Bh
  • Επόμενο = Mt

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

χάσιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική hassium < γερμανική HesseΈσση, μια πολιτεία της Γερμανίας, όπου και ανακαλύφθηκε)

Ουσιαστικό

χάσιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάσιο τα χάσια
      γενική του χάσιου των χάσιων
    αιτιατική το χάσιο τα χάσια
     κλητική χάσιο χάσια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.