μπόριο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Bh
  • Ατομικός αριθμός : 107
  • Προηγούμενο = Sg
  • Επόμενο = Hs

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

μπόριο < ονομασία προς τιμήν του δανού φυσικού Νιλς Μπορ (Niels Bohr)

Ουσιαστικό

μπόριο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπόριο τα μπόρια
      γενική του μπόριου των μπόριων
    αιτιατική το μπόριο τα μπόρια
     κλητική μπόριο μπόρια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.