χάιδεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάιδεμα | τα | χαϊδέματα |
| γενική | του | χαϊδέματος | των | χαϊδεμάτων |
| αιτιατική | το | χάιδεμα | τα | χαϊδέματα |
| κλητική | χάιδεμα | χαϊδέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxai̯.ðe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐χάι‐δε‐μα
Μεταφράσεις
χάιδεμα
|
|
Αναφορές
- χάιδεμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.