παραχάιδεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραχάιδεμα τα παραχαϊδέματα
      γενική του παραχαϊδέματος των παραχαϊδεμάτων
    αιτιατική το παραχάιδεμα τα παραχαϊδέματα
     κλητική παραχάιδεμα παραχαϊδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραχάιδεμα < παραχαϊδεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m]. Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + χάιδεμα

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈxai̯.ðe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραχάιδεμα

Ουσιαστικό

παραχάιδεμα ουδέτερο

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχαϊδεύω
      Μου είχε καλλιεργήσει αρκετό εγωισμό με τα παραχαϊδεύματά του. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.