κλώσημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλώσημα τα κλωσήματα
      γενική του κλωσήματος των κλωσημάτων
    αιτιατική το κλώσημα τα κλωσήματα
     κλητική κλώσημα κλωσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλώσημα < κλωσώ + -μα

Ουσιαστικό

κλώσημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.