φόρμιγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρμιγγα οι φόρμιγγες
      γενική της φόρμιγγας των φορμίγγων
    αιτιατική τη φόρμιγγα τις φόρμιγγες
     κλητική φόρμιγγα φόρμιγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φόρμιγγα.

Ετυμολογία

φόρμιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φόρμιγξ, από την αιτιατική ενικού «τὴν φόρμιγγα» < άγνωστης ετυμολογίας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfoɾ.miŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φόρμιγγα

Ουσιαστικό

φόρμιγγα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φόρμιγγα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.