φόλλις
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου
Ετυμολογία
- φόλλις < ελληνιστική κοινή φόλλις < λατινική follis (φυσερό)
Ουσιαστικό
φόλλις αρσενικό
- (νόμισμα) βυζαντινό νόμισμα που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ 5ου και 11ου αιώνα
-
φόλλις στη Βικιπαίδεια

Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φόλλῐς | οἱ | φόλλεις | ||||
| γενική | τοῦ | φόλλεως | τῶν | φόλλεων | ||||
| δοτική | τῷ | φόλλει | τοῖς | φόλλεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | φόλλῐν | τοὺς | φόλλεις | ||||
| κλητική ὦ! | φόλλῐ | φόλλεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόλλει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | φολλέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φόλλις < (άμεσο δάνειο) λατινική follis (φυσερό)
Πηγές
- φόλλις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φόλλις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.