φόλλις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Φόλλις του αυτοκράτορα Μαυρικίου

Ετυμολογία

φόλλις < ελληνιστική κοινή φόλλις < λατινική follis (φυσερό)

Ουσιαστικό

φόλλις αρσενικό

  • (νόμισμα) βυζαντινό νόμισμα που χρησιμοποιήθηκε μεταξύ 5ου και 11ου αιώνα

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φόλλῐς οἱ φόλλεις
      γενική τοῦ φόλλεως τῶν φόλλεων
      δοτική τῷ φόλλει τοῖς φόλλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φόλλῐν τοὺς φόλλεις
     κλητική ! φόλλῐ φόλλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόλλει
γεν-δοτ τοῖν  φολλέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φόλλις < (άμεσο δάνειο) λατινική follis (φυσερό)

Ουσιαστικό

φόλλις αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.