φωτοσκιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτοσκιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
φωτοσκιάζω
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωτοσκιάζω | φωτοσκίαζα | θα φωτοσκιάζω | να φωτοσκιάζω | φωτοσκιάζοντας | |
| β' ενικ. | φωτοσκιάζεις | φωτοσκίαζες | θα φωτοσκιάζεις | να φωτοσκιάζεις | φωτοσκίαζε | |
| γ' ενικ. | φωτοσκιάζει | φωτοσκίαζε | θα φωτοσκιάζει | να φωτοσκιάζει | ||
| α' πληθ. | φωτοσκιάζουμε | φωτοσκιάζαμε | θα φωτοσκιάζουμε | να φωτοσκιάζουμε | ||
| β' πληθ. | φωτοσκιάζετε | φωτοσκιάζατε | θα φωτοσκιάζετε | να φωτοσκιάζετε | φωτοσκιάζετε | |
| γ' πληθ. | φωτοσκιάζουν(ε) | φωτοσκίαζαν φωτοσκιάζαν(ε) |
θα φωτοσκιάζουν(ε) | να φωτοσκιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φωτοσκίασα | θα φωτοσκιάσω | να φωτοσκιάσω | φωτοσκιάσει | ||
| β' ενικ. | φωτοσκίασες | θα φωτοσκιάσεις | να φωτοσκιάσεις | φωτοσκίασε | ||
| γ' ενικ. | φωτοσκίασε | θα φωτοσκιάσει | να φωτοσκιάσει | |||
| α' πληθ. | φωτοσκιάσαμε | θα φωτοσκιάσουμε | να φωτοσκιάσουμε | |||
| β' πληθ. | φωτοσκιάσατε | θα φωτοσκιάσετε | να φωτοσκιάσετε | φωτοσκιάστε | ||
| γ' πληθ. | φωτοσκίασαν φωτοσκιάσαν(ε) |
θα φωτοσκιάσουν(ε) | να φωτοσκιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φωτοσκιάσει | είχα φωτοσκιάσει | θα έχω φωτοσκιάσει | να έχω φωτοσκιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φωτοσκιάσει | είχες φωτοσκιάσει | θα έχεις φωτοσκιάσει | να έχεις φωτοσκιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φωτοσκιάσει | είχε φωτοσκιάσει | θα έχει φωτοσκιάσει | να έχει φωτοσκιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωτοσκιάσει | είχαμε φωτοσκιάσει | θα έχουμε φωτοσκιάσει | να έχουμε φωτοσκιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φωτοσκιάσει | είχατε φωτοσκιάσει | θα έχετε φωτοσκιάσει | να έχετε φωτοσκιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωτοσκιάσει | είχαν φωτοσκιάσει | θα έχουν φωτοσκιάσει | να έχουν φωτοσκιάσει |
| |
Μεταφράσεις
φωτοσκιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.