light up

Αγγλικά (en)

ενεστώτας light up
γ΄ ενικό ενεστώτα lights up
αόριστος lit up, lighted up
παθητική μετοχή lit up, lighted up
ενεργητική μετοχή lighting up

Ετυμολογία

light up <  δείτε τις λέξεις light και up

Ρήμα

light up (en)

  1. (μεταβατικό) φωτίζω, ρίχνω φως σε κάτι
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φωτίζω, φεγγοβολώ, δείχνω ευτυχία ή ενθουσιασμό με τα μάτια ή το πρόσωπό μου
    A smile lit up his face.
    Ένα χαμόγελο φώτισα το πρόσωπό του.
    Her face lit up with joy.
    Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά.
    His eyes lit up as soon as he saw her.
    Φεγγοβόλησε η ματιά του, μόλις την είδε.
  3. (αμετάβατο) ανάβω τσιγάρο ή πίπα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.