φωνακλάδικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωνακλάδικο τα φωνακλάδικα
      γενική του φωνακλάδικου των φωνακλάδικων
    αιτιατική το φωνακλάδικο τα φωνακλάδικα
     κλητική φωνακλάδικο φωνακλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /fo.naˈkla.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωνακλάδικο

Ετυμολογία

φωνακλάδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φωνακλάδικος

Ουσιαστικό

φωνακλάδικο ουδέτερο

  • σύνολο ατόμων το οποίο φωνάζει πολύ

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωνακλάδικο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.