φυσιογνωσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσιογνωσία οι φυσιογνωσίες
      γενική της φυσιογνωσίας των φυσιογνωσιών
    αιτιατική τη φυσιογνωσία τις φυσιογνωσίες
     κλητική φυσιογνωσία φυσιογνωσίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσιογνωσία < φυσιο- + -γνωσία φύσις + γνῶσις

Ουσιαστικό

φυσιογνωσία θηλυκό

  • (παρωχημένο) το σύνολο των φυσικών επιστημών που ασχολούνταν με τη φύση, τη φυσική, τη χημεία και τη βιολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.