φυσικού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυσικού οι φυσικούδες
      γενική της φυσικούς των φυσικούδων
    αιτιατική τη φυσικού τις φυσικούδες
     κλητική φυσικού φυσικούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυσικού < φυσικ(ός) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.siˈku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυσικού

Ουσιαστικό

φυσικού θηλυκό

  • (προφορικό, επάγγελμα, εκπαίδευση) η καθηγήτρια του μαθήματος της φυσικής στο σχολείο
    Η φυσικού μας, μας έβαλε διαγώνισμα χωρίς προειδοποίηση!
     συνώνυμα: η φυσικός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φυσικού

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του φυσικός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (φυσικό) του φυσικός
    εκφράσεις: από φυσικού μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.