φυσαρμόνικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυσαρμόνικα | οι | φυσαρμόνικες |
| γενική | της | φυσαρμόνικας | — | |
| αιτιατική | τη | φυσαρμόνικα | τις | φυσαρμόνικες |
| κλητική | φυσαρμόνικα | φυσαρμόνικες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυσαρμόνικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fisarmonica
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
