harmonica

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
harmonica (en)
- (μουσικά όργανα) φυσαρμόνικα
- (μουσικά όργανα) μουσικό όργανο που αποτελείται από ημισφαιρικά κομμάτια [γυαλί]]· οι νότες παράγονται όταν κάποιος τα αγγίξει με την άκρη των δακτύλων του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.