φυλακτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυλακτήρας οι φυλακτήρες
      γενική του φυλακτήρα των φυλακτήρων
    αιτιατική τον φυλακτήρα τους φυλακτήρες
     κλητική φυλακτήρα φυλακτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλακτήρας < αρχαία ελληνική φυλακτήρ

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.lakˈti.ɾas/

Ουσιαστικό

φυλακτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.