φυγόποινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φυγόποινος | οι | φυγόποινοι |
| γενική | του | φυγόποινου & φυγοποίνου |
των | φυγόποινων & φυγοποίνων |
| αιτιατική | τον | φυγόποινο | τους | φυγόποινους & φυγοποίνους |
| κλητική | φυγόποινε | φυγόποινοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Επίθετο
φυγόποινος, η, ο
- εκείνος που έχει καταδικαστεί για ένα αδίκημα αλλά αποφεύγει να παρουσιαστεί στις αρχές επειδή επιδιώκει να μην εκτελεστεί η ποινή που του έχει επιβληθεί (φυλάκισης, καταβολή χρηματικού πρόστιμου κ.ά.)
Μεταφράσεις
φυγόποινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.