καταδικάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταδικάζομαι | καταδικαζόμουν(α) | θα καταδικάζομαι | να καταδικάζομαι | ||
| β' ενικ. | καταδικάζεσαι | καταδικαζόσουν(α) | θα καταδικάζεσαι | να καταδικάζεσαι | (καταδικάζου) | |
| γ' ενικ. | καταδικάζεται | καταδικαζόταν(ε) | θα καταδικάζεται | να καταδικάζεται | ||
| α' πληθ. | καταδικαζόμαστε | καταδικαζόμαστε καταδικαζόμασταν |
θα καταδικαζόμαστε | να καταδικαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταδικάζεστε | καταδικαζόσαστε καταδικαζόσασταν |
θα καταδικάζεστε | να καταδικάζεστε | (καταδικάζεστε) | |
| γ' πληθ. | καταδικάζονται | καταδικάζονταν καταδικαζόντουσαν |
θα καταδικάζονται | να καταδικάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταδικάστηκα | θα καταδικαστώ | να καταδικαστώ | καταδικαστεί | ||
| β' ενικ. | καταδικάστηκες | θα καταδικαστείς | να καταδικαστείς | καταδικάσου | ||
| γ' ενικ. | καταδικάστηκε | θα καταδικαστεί | να καταδικαστεί | |||
| α' πληθ. | καταδικαστήκαμε | θα καταδικαστούμε | να καταδικαστούμε | |||
| β' πληθ. | καταδικαστήκατε | θα καταδικαστείτε | να καταδικαστείτε | καταδικαστείτε | ||
| γ' πληθ. | καταδικάστηκαν καταδικαστήκαν(ε) |
θα καταδικαστούν(ε) | να καταδικαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταδικαστεί | είχα καταδικαστεί | θα έχω καταδικαστεί | να έχω καταδικαστεί | καταδικασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταδικαστεί | είχες καταδικαστεί | θα έχεις καταδικαστεί | να έχεις καταδικαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταδικαστεί | είχε καταδικαστεί | θα έχει καταδικαστεί | να έχει καταδικαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταδικαστεί | είχαμε καταδικαστεί | θα έχουμε καταδικαστεί | να έχουμε καταδικαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταδικαστεί | είχατε καταδικαστεί | θα έχετε καταδικαστεί | να έχετε καταδικαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταδικαστεί | είχαν καταδικαστεί | θα έχουν καταδικαστεί | να έχουν καταδικαστεί | ||
Μεταφράσεις
καταδικάζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.