φυγόμαχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυγόμαχος η φυγόμαχη το φυγόμαχο
      γενική του φυγόμαχου της φυγόμαχης του φυγόμαχου
    αιτιατική τον φυγόμαχο τη φυγόμαχη το φυγόμαχο
     κλητική φυγόμαχε φυγόμαχη φυγόμαχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυγόμαχοι οι φυγόμαχες τα φυγόμαχα
      γενική των φυγόμαχων των φυγόμαχων των φυγόμαχων
    αιτιατική τους φυγόμαχους τις φυγόμαχες τα φυγόμαχα
     κλητική φυγόμαχοι φυγόμαχες φυγόμαχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυγόμαχος < φεύγω + μάχη

Επίθετο

φυγόμαχος, η, ο

  • εκείνος που συστηματικά αποφεύγει να μάχεται για ιδέες ή άτομα που θεωρείται ότι όφειλε να υποστηρίζει

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.