φτωχολογιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτωχολογιά | οι | φτωχολογιές |
| γενική | της | φτωχολογιάς | των | φτωχολογιών |
| αιτιατική | τη | φτωχολογιά | τις | φτωχολογιές |
| κλητική | φτωχολογιά | φτωχολογιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτωχολογιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτωχολογία με συνίζηση του /ia/. Μορφολογικά, φτωχο- + -λογιά
Προφορά
- ΔΦΑ : /fto.xo.loˈʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χο‐λο‐γιά
Ουσιαστικό
φτωχολογιά θηλυκό
- (περιληπτικό) οι φτωχοί άνθρωποι σαν σύνολο
- ※ φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι
- τραγούδι «Στα χέρια σου μεγάλωσαν» Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος, audio τραγουδιστής: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
- ※ φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι
Μεταφράσεις
φτωχολογιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.