πτωχάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πτωχάνθρωπος οι πτωχάνθρωποι
      γενική του πτωχανθρώπου των πτωχανθρώπων
    αιτιατική τον πτωχάνθρωπο τους πτωχανθρώπους
     κλητική πτωχάνθρωπε πτωχάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτωχάνθρωπος < πτωχ- + άνθρωπος

Ουσιαστικό

πτωχάνθρωπος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.