μακιγιάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μακιγιάρισμα | τα | μακιγιαρίσματα |
| γενική | του | μακιγιαρίσματος | των | μακιγιαρισμάτων |
| αιτιατική | το | μακιγιάρισμα | τα | μακιγιαρίσματα |
| κλητική | μακιγιάρισμα | μακιγιαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μακιγιάρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.