φτεροσουσούρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
      γενική του φτεροσουσουρίσματος των φτεροσουσουρισμάτων
    αιτιατική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
     κλητική φτεροσουσούρισμα φτεροσουσουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτεροσουσούρισμα < φτερ(ό) + -ο- + σουσούρισμα

Προφορά

ΔΦΑ : /fte.ɾo.suˈsu.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτεροσουσούρισμα

Ουσιαστικό

φτεροσουσούρισμα ουδέτερο

  • (σπάνιο, λογοτεχνικό) ελαφρός ήχος φτεροκοπήματος
      από τ᾽ ανάλαφρο του κουνουπιού ξυπνούσα φτεροσουσούρισμα
    Μετάφραση του Ιωάννη Γρυπάρη, τραγωγία Αγαμέμων του Αισχύλου, στίχοι 892-893
    Μιλά η Κλυταιμνήστρα. Το αρχαίο κείμενο: «λεπταῖς ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην ῥιπαῖσι θωύσσοντος» greek-language.gr

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.