φουρφούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φουρφούρι | τα | φουρφούρια |
| γενική | του | φουρφουριού | των | φουρφουριών |
| αιτιατική | το | φουρφούρι | τα | φουρφούρια |
| κλητική | φουρφούρι | φουρφούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουρφούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική fırfırı (ηχομιμητική λέξη) με fırf(ırı) + -ούρι[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /fuɾˈfu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φουρ‐φού‐ρι
Ουσιαστικό
φουρφούρι ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φουρφούρι
|
|
Αναφορές
- φουρφούρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- φουρφουρ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.