φτεροκόπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτεροκόπημα | τα | φτεροκοπήματα |
| γενική | του | φτεροκοπήματος | των | φτεροκοπημάτων |
| αιτιατική | το | φτεροκόπημα | τα | φτεροκοπήματα |
| κλητική | φτεροκόπημα | φτεροκοπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτεροκόπημα < φτεροκοπώ
Ουσιαστικό
φτεροκόπημα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.