φροντιστηριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φροντιστηριακός | η | φροντιστηριακή | το | φροντιστηριακό |
| γενική | του | φροντιστηριακού | της | φροντιστηριακής | του | φροντιστηριακού |
| αιτιατική | τον | φροντιστηριακό | τη | φροντιστηριακή | το | φροντιστηριακό |
| κλητική | φροντιστηριακέ | φροντιστηριακή | φροντιστηριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φροντιστηριακοί | οι | φροντιστηριακές | τα | φροντιστηριακά |
| γενική | των | φροντιστηριακών | των | φροντιστηριακών | των | φροντιστηριακών |
| αιτιατική | τους | φροντιστηριακούς | τις | φροντιστηριακές | τα | φροντιστηριακά |
| κλητική | φροντιστηριακοί | φροντιστηριακές | φροντιστηριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φροντιστηριακός < φροντιστήριο + -ακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾon.di.sti.ɾi.aˈkos/
Συγγενικά
- φροντιστηριακά
- → δείτε τις λέξεις φροντιστήριο και φροντίδα
Μεταφράσεις
φροντιστηριακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.