φροντιστηριακά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φροντιστηριακά < φροντιστηριακός + -ά
Μεταφράσεις
φροντιστηριακά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φροντιστηριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φροντιστηριακό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.