φροντίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φροντίστρια | οι | φροντίστριες |
| γενική | της | φροντίστριας | των | φροντιστριών |
| αιτιατική | τη | φροντίστρια | τις | φροντίστριες |
| κλητική | φροντίστρια | φροντίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φροντίστρια < φροντιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φροντιστής
φροντίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.