φραστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
φραστικά < φραστικός
Επίρρημα
φραστικά
- με τρόπο σχετικό με φράσεις
- Θεωρώ ότι φραστικά έμεινε ασαφές, δεν το ξεκαθαρίσατε (από άποψη εκλογής φράσεων ή λέξεων ή σύνταξης)
- Το διάβασα, καλή ιδέα, αλλά στην τελευταία πράγραφο κάτι δεν μου πάει φραστικά (συντακτικά, νοηματικά, λεκτικά, εκφραστικά)
- προφορικά ή λεκτικά, με λέξεις (σπανίως γραπτές), σε αντιδιαστολή προς το έμπρακτα, ή προς επιρρήματα/ρήματα που δηλώνουν άλλες ενέργειες, πιο δραστικές από την ομιλία
- Μα διαπληκτίσθηκαν φραστικά, δεν τράβηξαν δα και μαχαίρι
- Η λεκτική κακοποίηση των παιδιών είναι όρος της ψυχολογίας -δεν λέγεται η φράση "το παιδί κακοποιήθηκε φραστικά"
Μεταφράσεις
φραστικά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.