νοηματικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νοηματικά < νοηματικός + -ά
Μεταφράσεις
νοηματικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νοηματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νοηματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.