φουτουρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φουτουρισμός | οι | φουτουρισμοί |
| γενική | του | φουτουρισμού | των | φουτουρισμών |
| αιτιατική | τον | φουτουρισμό | τους | φουτουρισμούς |
| κλητική | φουτουρισμέ | φουτουρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φουτουρισμός < απόδοση του όρου futurismο
.jpg.webp)
Ρωσικό φουτουριστικό έργο του 1913, Ο Ποδηλάτης, της Natalia Goncharova
Ουσιαστικό
φουτουρισμός αρσενικό
- καλλιτεχνικό ρεύμα που ξεκίνησε το 1909 από την Ιταλία (από ιδεολόγο του φασισμού χωρίς αυτό να καθορίσει πάντως το σύνολο του κινήματος) και που αποτύπωσε στην τέχνη τη μεγάλη αλλαγή των καιρών, δηλαδή τη λατρεία της τεχνικής, της μηχανικής, της ταχύτητας, το δυναμισμό, αλλά και την ωραιοποίηση της βίας και του πολέμου
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.