φουτουρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουτουρισμός οι φουτουρισμοί
      γενική του φουτουρισμού των φουτουρισμών
    αιτιατική τον φουτουρισμό τους φουτουρισμούς
     κλητική φουτουρισμέ φουτουρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουτουρισμός < απόδοση του όρου futurismο
Ρωσικό φουτουριστικό έργο του 1913, Ο Ποδηλάτης, της Natalia Goncharova

Ουσιαστικό

φουτουρισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.