ωραιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ωραιοποίηση | οι | ωραιοποιήσεις |
| γενική | της | ωραιοποίησης* | των | ωραιοποιήσεων |
| αιτιατική | την | ωραιοποίηση | τις | ωραιοποιήσεις |
| κλητική | ωραιοποίηση | ωραιοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ωραιοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωραιοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ωραιοποίηση θηλυκό
- το να παρουσιάζει κάποιος κάτι (πχ., μια κατάσταση) δείχνοντας μόνο τα προτερήματά του και αποσιωπώντας τα μειονεκτήματά του
Μεταφράσεις
ωραιοποίηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.