φουρκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φουρκέτα | οι | φουρκέτες |
| γενική | της | φουρκέτας | των | φουρκετών |
| αιτιατική | τη | φουρκέτα | τις | φουρκέτες |
| κλητική | φουρκέτα | φουρκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φουρκέτα θηλυκό
- ελαστικό και λεπτό μέταλλο τσιμπιδάκι μήκους 5-6 εκατοστών σε σχήμα V που σταθεροποιεί τη γυναικεία κόμμωση
- (μεταφορικά) πολύ κλειστή στροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.