τσιμπιδάκι

Νέα ελληνικά (el)

τσιμπιδάκι (1) (για τα φρύδια)
τσιμπιδάκι (2) (για τα μαλλιά)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιμπιδάκι τα τσιμπιδάκια
     κλητική τσιμπιδάκι τσιμπιδάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμπιδάκι < υποκοριστικό του τσιμπίδα

Ουσιαστικό

τσιμπιδάκι ουδέτερο

  1. μικρή λαβίδα για το βγάλσιμο των φρυδιών
  2. εξάρτημα για να συγκρατεί τα μαλλιά, πιο στενό από φουρκέτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.