τσιμπιδάκι
Νέα ελληνικά (el)

τσιμπιδάκι (1) (για τα φρύδια)

τσιμπιδάκι (2) (για τα μαλλιά)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμπιδάκι | τα | τσιμπιδάκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | τσιμπιδάκι | τα | τσιμπιδάκια |
| κλητική | τσιμπιδάκι | τσιμπιδάκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπιδάκι < υποκοριστικό του τσιμπίδα
Ουσιαστικό
τσιμπιδάκι ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.