φορτωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορτωτής οι φορτωτές
      γενική του φορτωτή των φορτωτών
    αιτιατική τον φορτωτή τους φορτωτές
     κλητική φορτωτή φορτωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορτωτής < φορτώ(-νω) + -τής

Ουσιαστικό

φορτωτής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) εργάτης που φορτώνει
  2. μηχάνημα για φορτώσεις-μεταφορτώσεις-εκφορτώσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.