φορτσαριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φορτσαριστός | η | φορτσαριστή | το | φορτσαριστό |
| γενική | του | φορτσαριστού | της | φορτσαριστής | του | φορτσαριστού |
| αιτιατική | τον | φορτσαριστό | τη | φορτσαριστή | το | φορτσαριστό |
| κλητική | φορτσαριστέ | φορτσαριστή | φορτσαριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φορτσαριστοί | οι | φορτσαριστές | τα | φορτσαριστά |
| γενική | των | φορτσαριστών | των | φορτσαριστών | των | φορτσαριστών |
| αιτιατική | τους | φορτσαριστούς | τις | φορτσαριστές | τα | φορτσαριστά |
| κλητική | φορτσαριστοί | φορτσαριστές | φορτσαριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /foɾ.t͡sa.ɾiˈstos/
Συγγενικά
- φορτσαριστά
- → δείτε τη λέξη φόρτσα
Μεταφράσεις
φορτσαριστός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.