φορολογητέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φορολογητέος | η | φορολογητέα | το | φορολογητέο |
| γενική | του | φορολογητέου | της | φορολογητέας | του | φορολογητέου |
| αιτιατική | τον | φορολογητέο | τη | φορολογητέα | το | φορολογητέο |
| κλητική | φορολογητέε | φορολογητέα | φορολογητέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φορολογητέοι | οι | φορολογητέες | τα | φορολογητέα |
| γενική | των | φορολογητέων | των | φορολογητέων | των | φορολογητέων |
| αιτιατική | τους | φορολογητέους | τις | φορολογητέες | τα | φορολογητέα |
| κλητική | φορολογητέοι | φορολογητέες | φορολογητέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.