φολκλορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φολκλορικός | η | φολκλορική | το | φολκλορικό |
| γενική | του | φολκλορικού | της | φολκλορικής | του | φολκλορικού |
| αιτιατική | τον | φολκλορικό | τη | φολκλορική | το | φολκλορικό |
| κλητική | φολκλορικέ | φολκλορική | φολκλορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φολκλορικοί | οι | φολκλορικές | τα | φολκλορικά |
| γενική | των | φολκλορικών | των | φολκλορικών | των | φολκλορικών |
| αιτιατική | τους | φολκλορικούς | τις | φολκλορικές | τα | φολκλορικά |
| κλητική | φολκλορικοί | φολκλορικές | φολκλορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.