φολκλόρ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
φολκλόρ ουδέτερο άκλιτο
- η παραδοσιακή λαϊκή τέχνη
- (αρνητικά) η τυποποιημένη και εμπορικά εκμεταλλεύσιμη εκδοχή του παραδοσιακού πολιτισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φολκλόρ
|
- φολκλόρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.