φλογόλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογόλευκος η φλογόλευκη το φλογόλευκο
      γενική του φλογόλευκου της φλογόλευκης του φλογόλευκου
    αιτιατική τον φλογόλευκο τη φλογόλευκη το φλογόλευκο
     κλητική φλογόλευκε φλογόλευκη φλογόλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογόλευκοι οι φλογόλευκες τα φλογόλευκα
      γενική των φλογόλευκων των φλογόλευκων των φλογόλευκων
    αιτιατική τους φλογόλευκους τις φλογόλευκες τα φλογόλευκα
     κλητική φλογόλευκοι φλογόλευκες φλογόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλογόλευκος < φλόγα + λευκό

Επίθετο

φλογόλευκος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.