φλογοβόλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογοβόλος η φλογοβόλα το φλογοβόλο
      γενική του φλογοβόλου της φλογοβόλας του φλογοβόλου
    αιτιατική τον φλογοβόλο τη φλογοβόλα το φλογοβόλο
     κλητική φλογοβόλε φλογοβόλα φλογοβόλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογοβόλοι οι φλογοβόλες τα φλογοβόλα
      γενική των φλογοβόλων των φλογοβόλων των φλογοβόλων
    αιτιατική τους φλογοβόλους τις φλογοβόλες τα φλογοβόλα
     κλητική φλογοβόλοι φλογοβόλες φλογοβόλα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φλογοβόλος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /flo.ɣoˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλογοβόλος

Επίθετο

φλογοβόλος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.